- δωδεκαμήχανος
- δωδεκαμήχανος, -ον (Α)1. αυτός που χρησιμοποιεί δώδεκα τεχνάσματα2. (για εταίρα) φρ. «ἀνὰ τὸ δωδεκαμήχανον Κυρήνης μελοποιῶν» — συνθέτοντας μελωδίες ανάλογες με τις δώδεκα διαφορετικές στάσεις με τις οποίες η Κυρήνη εξυπηρετεί τους πελάτες της (Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.